Η άγνωστη ιστορία του Καπετάν Κεμάλ
Πρόσφατα (Μ.Παρασκευή 17/4) διάβασα ένα εξαιρετικό άρθρο του Δάμωνος Δαμιανού στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ και έτσι πήρα την αφορμή να γράψω αυτό το κείμενο. Δεν θα παραθέσω στο blog μου αυτούσιο το άρθρο του κ.Δαμιανού, καθώς κάτι τέτοιο σε τίποτα δεν οφελεί, αφού το πρωτότυπο άρθρο είναι διαθέσιμο και στο ίντερνετ. Οπότε, όποιος το επιθυμεί μπορεί να το βρει εύκολα και να το διαβάσει. Παρακάτω θα παρουσιάσω με το δικό μου τρόπο και μέσα από τη δική μου σκοπιά την ιστορία του Καπετάν Κεμάλ σύμφωνα με τη δική μου (μικρή) προσωπική έρευνα και μέσα από δικά του λεγόμενα.
Τονίζεται ιδιαίτερα πως σκοπός του κειμένου δεν είναι η αναμόχλευση των γεγονότων και των καταστάσεων της Ελλάδας την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Πιστεύω, όμως, πως μέσα από αυτή την, ιδιαίτερη ομολογουμένως, ιστορία μπορούν να βγουν πολλά θετικά μηνύματα. Μηνύματα που μπορεί να μην είναι κατά βάση πολιτικά, αλλά που έχουν έναν πιο ανθρωπιστικό χαρακτήρα.
Ας ξετυλίξουμε, όμως, το κουβάρι της ζωή του Καπετάν Κεμάλ… «Μα ποιός είναι αυτός ο Καπετάν Κεμάλ;» θα αναρωτιέστε. Ο Καπετάν Κεμάλ, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Μιχρί Μπελί (Mihri Belli), είναι Τούρκος. Γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης το 1916 και είναι γόνος αστικής οικογένειας. Σπούδασε οικονομικά στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης από όπου αποφοίτησε το 1937 και με υποτροφία μετέβη στις Η.Π.Α. στο Πανεπιστήμιο του Μισισιπή, µε αντικείµενο των σπουδών του την ανταλλαγή πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας µετά τον Μικρασιατικό Πόλεµο. Ως αριστερός διανοούµενος στην Αµερική, σύντοµα εντάχθηκε στο κίνηµα για την προάσπιση των πολιτικών δικαιωµάτων των µαύρων τού αµερικανικού Νότου. “Πήγα στην Αμερική και βρέθηκα στο πλευρό των Μαύρων που αγωνίζονταν στο Μισισιπή για τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Ύστερα πήγα στο Σαν Φραντσίσκο και εργάστηκα για το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνοντας μέρος σε πορείες, σε διαμαρτυρίες.” λέει.
Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη το 1941, µέσω της Ιαπωνίας και της Κίνας, και εργάστηκε στο ομώνυμο πανεπιστήμιο. Αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική. Δραστηριοποιήθηκε στις τάξεις τού Τουρκικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος, ως µέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ιδρυτής της Ένωσης Προοδευτικής Νεολαίας. Το 1944 καταδικάζεται σε ποινή διετούς φυλάκισης και εξορίας.
Ποια η γνώμη του, όμως, για την Ελλάδα μέχρι τότε; “Πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα ήταν το 1932 -33, ήμουν μαθητής τότε. Σε μια εκδήλωση που έγινε με Έλληνες μαθητές όλοι φώναξαν: «Ζήτω η Ελλάδα», εγώ δεν φώναξα. Ήμουν εθνικιστής τότε. Μετά από δέκα μέρες, 17 χρονών παλικαράκι, την αγάπησα την Ελλάδα και στο τέλος, φεύγοντας φώναξα το «Ζήτω η Ελλάδα» σε μια συνάντηση, πιο δυνατά από όλους. Οι λίγες μέρες ήταν αρκετές για να νιώσω την αλλαγή. Δεν ήμουν πολιτικός, ένα νέο παιδί που ό,τι γνώριζε καλά και του άρεσε, το αγαπούσε, και η Ελλάδα είχε πολλά για να αγαπήσει κανείς.’’Λέει επίσης:“H έχθρα που είχε συσσωρευτεί μέσα μου από τη σοβινιστική προπαγάνδα τόσων χρόνων, διαλύθηκε μέσα σε εκείνη την εβδομάδα που έζησα στην Αθήνα, στον μεσοπόλεμο, κι είδα καθαρά στα μάτια των Ελλήνων τα φιλικά, τα αδερφικά αισθήματα που έτρεφαν για μας. Οι πρόσφυγες, οι Καραμανλήδες, δάκρυζαν στο άκουσμα της λέξης Τουρκία. Τα αισθήματα αδελφοσύνης ανάμεσα σε δύο λαούς που είχαν ζήσει για αιώνες μαζί, βάραιναν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Την τελευταία μέρα έγινε η αποχαιρετιστήρια συγκέντρωση. Ήχησαν ξανά τα συνθήματα «Ζήτω η Ελλάδα, Ζήτω η Τουρκία». Αυτή τη φορά φώναξα «Ζήτω η Ελλάδα» με όλη μου την καρδιά. Είχα καταλάβει ότι δεν χρειαζόταν να πάψει να υπάρχει η Ελλάδα για να υπάρξει η Τουρκία. Όλοι οι λαοί είναι αδέλφια, αλλά ο Τούρκος με τον Έλληνα είναι ακόμα πιο κοντά ο ένας με τον άλλο”
Αυτή η ομολογούμενη αγάπη του θα τον ξαναοδηγήσει πίσω στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά με αισθήματα άκρως φιλικά και συντροφικά προς τους Έλληνες.Έτσι, το 1947, καταφεύγει στην Ελλάδα και εντάσσεται στις τάξεις του Δηµοκρατικού Στρατού στη Ροδόπη πολεμώντας µαζί µε ένα µεικτό τάγµα στο οποίο συµµετείχαν µειονοτικά στοιχεία –κυρίως Ποµάκοι και Αθίγγανοι– καθώς και µέλη της ελληνικής Αριστεράς. Αυτή είναι αναμφίβολα και η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος της ζωής του. “Τον Απρίλιο του 1947 βρέθηκα στα βουνά της Ελλάδας. Πριν, όταν άρχισε το αντάρτικο, ήμουν φυλακισμένος στην Τουρκία. Το 'σκασα και κατατάχτηκα στον Δημοκρατικό Στρατό. Στην αρχή, μου ανέθεσαν την ευθύνη έκδοσης μιας εφημερίδας. Savas ονομαζόταν. Ήμουν 31 ετών τότε. Στη συνέχεια έπιασα και τα όπλα. Ήμουν υπεύθυνος του οθωμανικού τάγματος. Το λέγαμε έτσι, γιατί είχε μέλη: Πομάκους, Τούρκους, Έλληνες κ.ά. Ανέφερε ένας τη λέξη «οθωμανικό» κι αυτό ήταν, έμεινε να το αποκαλούν και οι υπόλοιποι έτσι. Πολέμησα δυόμισι χρόνια, έφυγα το φθινόπωρο του 1949 από τις ορεινές περιοχές της Ξάνθης και της Κομοτηνής.”
Έτσι, ο Μιχρί πολέμησε στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, παρότι δεν ήταν καν Έλληνας! Εάν κάνει κάποιος σοβαρή και εκτενή έρευνα θα ανακαλύψει σίγουρα αρκετούς αλλοδαπούς που συμμετείχαν στον εμφύλιο. Πολλοί υποστηρίζουν πως ήταν ο μοναδικός Τούρκος υπήκοος. Όμως, αυτό που τον ξεχωρίζει είναι πως δεν πρέπει να υπάρχει άλλος που να έγινε «Καπετάνιος».
Πως, όμως, του δόθηκε το ψευδόνυμο «Καπετάν Κεμάλ»; “Κάθε φορά που επιστρέφαμε από αποστολή, ο Λάμπρος άκουγε με προσοχή την αναφορά που του έκανα. Επικροτούσε τα περισσότερα απ΄ όσα του έλεγα. Μια φορά μου είπε: «Πώς να σε φωνάζουμε εσένα, εδώ στο βουνό χρειάζεσαι ένα ψευδώνυμο». Έδειχνε αποφασισμένος να γίνει νονός μου. «Να σε λέμε Κεμάλ», είπε. «Ο λαός εδώ πέρα αγαπάει το όνομα Κεμάλ”. Το ενδιαφέρον δεν είναι που το όνομα Κεμάλ άρεσε στους Τούρκους, αλλά που και οι Έλληνες το βλέπανε θετικά...».” (Ο Λάμπρος ήταν ένας Τούρκος της Ανατολής, από την Προύσα. Η μητρική του γλώσσα ήταν τα τουρκικά, αλλά ήταν χριστιανός και κομμουνιστής.) Έτσι κι έγινε. Ο Μιχρί έγινε «Κεμάλ» και συνέχισε τον αγώνα πλάι στους συντρόφους του.
Όλα αυτά για δυόμισι περίπου χρόνια. Στα πανέμορφα βουνά της Ροδόπης που όμως δεν χάρηκε όπως θα ήθελε. Τραγουδώντας τα τραγούδια του Μάρκου και του Ζαχαριάδη, έχοντας πάντα σαν έμπνευση το Θούριο του Ρήγα! Ώσπου τραυματίστηκε σοβαρά…
Με την αμνηστία του 1950 επέστρεψε στην Τουρκία και φυλακίστηκε ως ηγετικό στέλεχος του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1951-1958). Μετά την αποφυλάκισή του άρχισε να γράφει σε διάφορα αριστερά περιοδικά, με το ψευδώνυμο E.Tufekci. Έφυγε από την Τουρκία με το στρατιωτικό πραξικόπημα το 1971 και επέστρεψε το 1974. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του Τουρκικού Εργατικού Κόμματος. Το 1979 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, από την οποία τραυματίστηκε σοβαρά. Με το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980 έφυγε πάλι, στη Σουηδία αυτή τη φορά, όπου έζησε μέχρι το 1992, οπότε επέστρεψε στην πατρίδα του.
Παρά την ηλικία του έχει απίστευτη διαύγεια και απαντά σε φλέγοντα ζητήματα της πατρίδας του. Μάλιστα από το 1975 και µετά άρχισε να ασχολείται µε το Κουρδικό, το οποίο και θεωρεί ως το μεγαλύτερο ζήτημα της Τουρκίας, καταλήγοντας σε µία πρόταση για λύση τού προβλήµατος, στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους. “Νομίζω ότι ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν είχε καλές ιδέες. Πίστευα ότι ο Ταλαμπανί και ο Μπαρζανί, που συνεργάστηκαν με τους Αμερικάνους, έβλεπαν τον Οτσαλάν ως τον μεγαλύτερο φόβο τους. Έτσι έχασαν την ευκαιρία. Ο Οτσαλάν δεν ήθελε ένα ελεύθερο Κουρδιστάν, γιατί θα ήταν υποχείριο στα χέρια των Αμερικανών. Η ενδεδειγμένη λύση θα ήταν μια Τουρκία με ίδια δικαιώματα για τους Κούρδους, τους Λαζούς, τους Τσερκέζους και όλες τις άλλες μειονότητες.” υποστηρίζει.
Εκτός από την πολιτική του δράση, ο Κεμάλ έχει να επιδείξει και ένα πλούσιο συγγραφικό έργο. Τα βιβλία του είναι κυρίως αριστερού ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ έχει γράψει και βιβλία προτάσεων εκδημοκρατισμού της Τουρκίας. Διαβάζοντας τη λίστα με τα βιβλία του ξεχώρισα το βιβλίο με τίτλο: «Rigas in Dedigi» (μετ. «Τάδε έφη Ρήγας Φεραίος») που εκδόθηκε το 1987.
Αυτό είναι το φιλμ της ζωής ενός Τούρκου που αγάπησε την Ελλάδα μέσα από τον πόλεμο. Η μεταστροφή του από τον εθνικισμό στον κομμουνισμό αποτελεί, κατ’ εμέ, το πιο σημαντικό στοιχείο της ζωή του. Η πλούσια διεθνιστική (και διεθνής) δράση του στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου σε αυτή τη μεταστροφή.
Κλείνοντας, κρατάω δυο φράσεις του Κεμάλ που πιστεύω πως έχουν αξία. Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν ποτέ φοβήθηκε απάντησε: “Όχι, δεν φοβάμαι ούτε τώρα που είμαι γέρος. Δεν φοβήθηκα, ήμουν νέος τότε βλέπετε…” Αυτή του η φράση πιστεύω αποτελεί ορόσημο για τους νέους της εποχής μας. Ορόσημο να συνεχίσουν τους αγώνες τους σε όλα τα μέτωπα δίκαιων διεκδικήσεων χωρίς φόβο απέναντι στο σύστημα του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού της εποχής μας. Η άλλη του φράση: “Είχα καταλάβει ότι δεν χρειαζόταν να πάψει να υπάρχει η Ελλάδα για να υπάρξει η Τουρκία. Όλοι οι λαοί είναι αδέλφια, αλλά ο Τούρκος με τον Έλληνα είναι ακόμα πιο κοντά ο ένας με τον άλλο” πιστεύω πως δίνει το στίγμα του Κεμάλ και το όραμά του για τις χώρες που βρίσκονται εκατέρωθεν του Αιγαίου. Το όραμα για μια μελλοντική ειρηνική συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στα σαφή όρια των κρατών τους, χωρίς εχθρότητες, μίση και πάθη, αλλά με πνεύμα αδελφοσύνης, αλληλοκατανόησης και σεβασμού.
Read more...