Λιγότεροι φοιτητές, καλύτερα πανεπιστήμια;
Η εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στη σύγχρονη Ελλάδα. Έτσι, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να κάνουν μεταρρυθμίσεις και να αλλάξουν τη διαδικασία εισδοχής στα πανεπιστήμια και τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Η προσπάθεια των μαθητών να επιτύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις ξεκινά στα 15 τους έτη, με την έναρξη του Λυκείου. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών παρακολουθεί φροντιστήρια, τα οποία έχουν σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο ειδικά την εποχή της οικονομικής κρίσης αφού ενισχύουν την “παραοικονομία” και την “παραπαιδεία”, επιβαρύνουν οικονομικά τις οικογένειες και ενισχύουν τις κοινωνικές, οικονομικές και μαθησιακές ανισότητες ανάμεσα στους μαθητές. Οι πλουσιότεροι μαθητές μπορούν να παρακολουθούν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μαθήματα, ενώ πολλοί χαμηλόμισθοι μαθητές με δυσκολία έχουν αυτό το προνόμιο. Εν τέλει όλη η εκπαιδευτική διαδικασία στο Λύκειο περιστρέφεται γύρω από τις εισαγωγικές εξετάσεις, υποβαθμίζοντας το επίπεδο των περισσότερων μαθημάτων και των γενικών γνώσεων των μαθητών.
Στην Ελλάδα παρατηρούμε και το εξής παράδοξο: το Υπουργείο Παιδείας καθορίζει τόσο τον τρόπο, όσο και τον αριθμό των εισακτέων, περιορίζοντας το ρόλο των πανεπιστημίων. Έτσι, παρατηρούμε σχεδόν κάθε χρόνο να αλλάζουν τα δευτερεύοντα κριτήρια εισαγωγής, όπως η εισαγωγή φοιτητών εκτός εξετάσεων. Τα τελευταία χρόνια, οι πρυτάνεις των πανεπιστημίων ζητούν επιτακτικά να υπάρξει δραστική μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών. Το αίτημά τους έχει κάποια βάση, αν και δεν αποτελεί το βασικό πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων. Το 2011 έγιναν μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια που αφορούσαν διάφορα θέματα, όπως την αλλαγή του τρόπου διοίκησης, την εκπροσώπηση των φοιτητών στα διοικητικά όργανα, τη διαγραφή ανενεργών φοιτητών, το άσυλο κλπ. Οι αλλαγές, παρόλο που υπόσχονταν καλύτερη ποιότητα πανεπιστημίων, ήταν στην πράξη επιφανειακές, αφού τα μεγαλύτερα προβλήματα των πανεπιστημίων έμειναν άλυτα. Αυτά είναι κυρίως η υποχρηματοδότηση, η μεγάλη αναλογία φοιτητών-καθηγητών, η οποία σε μερικά πανεπιστήμια ξεπερνά το 50 και σε πολλά ΤΕΙ το 100, καθώς επίσης και η ουσιαστικά ανύπαρκτη αξιολόγηση των καθηγητών και του προγράμματος σπουδών.
Η ενδεχόμενη μείωση του αριθμού των εισακτέων αναμένεται να επηρεάσει με διάφορους τρόπους. Καταρχάς, το θετικό είναι η καλύτερη αναλογία φοιτητών-καθηγητών. Οι σχολές θα έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών και θα κάνουν καλύτερη διαχείριση των φοιτητών. Επίσης, οι φοιτητές θα επιλέγουν πιο στοχευμένα τη σχολή που τους ενδιαφέρει. Τα αρνητικά είναι όμως πολλά περισσότερα! Ο αριθμός των φοιτητών είναι ένα από τα κυριότερα κριτήρια των κρατικών χρηματοδοτήσεων κι έτσι η υποχρηματοδότηση θα συνεχίσει να υπάρχει. Πολλοί νέοι που θα μείνουν εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα αναγκαστούν να σπουδάσουν στο εξωτερικό με όλα τα επακόλουθα που αυτό μπορεί να έχει, όπως το brain drain, διαρροή ανθρώπινου και οικονομικού κεφαλαίου κλπ. Πολλοί (κυρίως όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα) δεν θα καταφέρουν να σπουδάσουν καθόλου! Όλα αυτά σε μια εποχή που η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό νεανικής ανεργίας στην Ευρώπη και μεγάλο αριθμό από ΝΕΕΤs (νέοι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης).
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως εξαιτίας της κρίσης, πολλοί μελλοντικοί φοιτητές επιλέγουν το πανεπιστήμιό τους με βάση τον τόπο διαμονής τους και όχι με κύριο κριτήριο το πεδίο σπουδών. Αυτό, πέρα από δυσαρεστημένους φοιτητές που ζουν με τους γονείς τους για λόγους οικονομίας, καθυστερεί την ομαλή ένταξή τους στην αυτονομία, ενώ επηρεάζει ιδιαίτερα αρνητικά τα περιφερειακά εκπαιδευτικά ιδρύματα, αφού οι περισσότεροι μαθητές επιλέγουν τα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια παραμένουν σχετικά αξιόπιστα και έχουν καλή φήμη παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Αυτό οφείλεται τόσο στο (κατά πλειοψηφία) άρτια καταρτισμένο προσωπικό που έχουν, όσο και στο καλό επίπεδο των φοιτητών. Παρόλα αυτά, πολλοί νέοι, ψάχνουν διεξόδους για σπουδές στο εξωτερικό. Ο κύριος λόγος είναι η εύρεση εργασίας στο εξωτερικό με καλύτερη αμοιβή και οι καλύτερες συνθήκες ζωής. Δυστυχώς, η μη τυπική μάθηση δεν τυγχάνει καμιας ουσιαστικής αναγνώρισης και δεν είναι ως τώρα ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στον πληθυσμό, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών.
Συνοψίζοντας, πιστεύω πως δεν είναι σημαντικός μόνο ο αριθμός των εισακτέων, αλλά και τα κριτήρια εισαγωγής. Για να επέλθει ουσιαστική και ποιοτική αλλαγή θα πρέπει να υπάρξει ειλικρινής, γόνιμος και παραγωγικός διάλογος ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, το Υπουργείο, τα πανεπιστήμια και την κοινωνία στο σύνολό της. Θα πρέπει να υπάρξουν καλά οργανωμένες (διαρθρωμένες) μακροπρόθεσμες πολιτικές που θα καταφέρουν να εντάξουν ομαλά και με καλούς όρους τους νέους στην αγορά εργασίας, όταν αυτοί δεν καταφέρνουν να εισέλθουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου