Λούης Τίκας, ένας γνήσιος αγωνιστής
Η Πρωτομαγιά αποτελεί μέγιστης σημασίας γιορτή για τους εργάτες. Η εργατική τάξη βρίσκει την ευκαιρία να προβάλλει τα κοινωνικά και οικονομικά της επιτεύγματα και να καθορίσει το διεκδικητικό της πλαίσιο για το μέλλον. Η μέρα αυτή αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να θυμηθούμε, αλλά και να μάθουμε ιστορικές εργατικές διεκδικήσεις και τους συντελεστές τους! Σήμερα, θα επιχειρήσω να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στον Λούη Τίκα, έναν Έλληνα συνδικαλιστή που δολοφονήθηκε το 1914 στο Κολοράντο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μιας μεγαλειώδους εργατικής απεργίας στα ορυχεία και η μνήμη του είναι ακόμα ζωντανή στα αμερικανικά συνδικάτα.
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης (όπως ήταν το ελληνικό του όνομα) καταγόταν από το Ρέθυμνο και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει σε ηλικία 20 ετών. Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο 1,75 δολάρια, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες. Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους έβρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι “Έλληνες του Σκλήρη” εργάζονταν για 1,75 δολάρια την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν 2,50 δολάρια. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις “αποζημιώσεις θανάτου” που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1913, στα ανθρακωρυχεία του Ludlow στο Κολοράντο των ΗΠΑ ξέσπασε μια μεγάλη απεργία. Τα ανθρακωρυχεία αυτά ήταν από τα μεγαλύτερα της Αμερικής και ανήκαν στην εταιρεία Colorado Fuel and Iron Company, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο γνωστός πολυεκατομμυριούχος John Rockefeller, εκφραστής του σκληρού αμερικανικού καπιταλισμού. Από τους 13.000 εργάτες απέργησαν οι 11.000, πράγμα που δείχνει την τραγική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, παρόλο που εκείνη την περίοδο το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ ήταν στα σπάργανα και η τρομοκρατία των αφεντικών εις βάρος των εργατών νομιμοποιημένη!
Το μέσο μεροκάματο ήταν 2,12 δολάρια και η πληρωμή γινόταν ανάλογα με το κάρβουνο που έβγαζε ο καθένας. Οι εργάτες ήταν ανασφάλιστοι. Έμεναν υποχρεωτικά με τις οικογένειές τους σε καλύβες της εταιρείας που νοίκιαζαν προς τρία δολάρια το μήνα, ενώ πλήρωναν χωριστά το νερό και το φωτισμό. Ένα δολάριο το μήνα για να τους βλέπει γιατρός μια φορά στις δυο εβδομάδες, αλλά πλήρωναν οι ίδιοι έκτακτες επισκέψεις ή την περίθαλψή τους σε περίπτωση τραυματισμού. Από ένα δολάριο το μήνα για παπά και σχολείο. Αναγκάζονταν να αγοράσουν έπιπλα από τα καταστήματα της εταιρείας, όπως επίσης και τα εργαλεία τους και το δυναμίτη για να ανοίγουν τις στοές. Μόνη τους διασκέδαση ήταν το σαλούν που άνηκε κι αυτό στην εταιρεία. Ουσιαστικά οι εργάτες δούλευαν δώδεκα ώρες, αλλά ήταν πάντα χρεωμένοι στην εταιρεία…
Οι εργάτες πέθαιναν, ενώ ο Rockefeller πλούτιζε. Απηυδισμένοι από αυτή την κατάσταση εξαθλίωσης, οι εργάτες κατέβηκαν σε απεργία. Τα κυριότερα αιτήματά τους ήταν ν α ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι, να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας, να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους και να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία. Επίσης ζητούσαν να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τους 11.000 απεργούς οι 800 ήταν Έλληνες με μπροστάρη το Λούη Τίκα. Οι απεργοί έστησαν τις σκηνές τους μπροστά στις στοές για να εμποδίσουν την είσοδο απεργοσπαστών. Ο Rockefeller, όμως, είχε μισθώσει το περιβόητο πρακτορείο ιδιωτικών αστυνόμων Baldwin–Felts, που ειδικευόταν σε στρατολόγηση και βίαιη προώθηση απεργοσπαστών σε χώρους που εκδηλώνονταν απεργίες. Μάλιστα, Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες και με ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.
Η αστυνομία παρατάχθηκε απέναντι στους απεργούς, οι οποίοι έσκαψαν χαρακώματα και ταμπουρώθηκαν. Οι εργάτες, μαζί με τις οικογένειές τους, κρατούν τα ορυχεία κλειστά για επτά μήνες παρότι ήταν περικυκλωμένοι και υπέφεραν από την πείνα και το κρύο. Προσπάθησαν να δωροδοκήσουν το Λούη Τίκα, αλλά αρνήθηκε. Τον φυλάκισαν, αλλά αναγκάστηκαν να τον αφήσουν έπειτα από τρεις εβδομάδες κι επέστρεψε στην απεργία. Τότε ξεκίνησαν οι προβοκάτσιες. Ένας αστυνομικός δολοφονήθηκε από έναν ανθρακωρύχο, ο οποίος χρόνια αργότερα, ελεύθερος πια, ομολόγησε πως διέπραξε το φόνο με εντολή της εταιρείας. Τρεις απεργοί είναι ήδη νεκροί και δεκάδες είναι τραυματίες.
Μετά από επτά μήνες, όμως, ο Rockefeller κατάλαβε πως έχει χάσει πολλά, αλλά δεν έδωσε την αύξηση 10% που ζητούσαν οι απεργοί. Την επομένη του Πάσχα (20 Απριλίου) του 1914 οι απεργοί που ξυπνούν το πρωί βλέπουν μπροστά τους στημένα πυροβόλα της αστυνομίας και μια πολυπληθή συγκέντρωση οπλισμένων απεργοσπαστών. Ξαφνικά, μια έκρηξη ακούγεται πίσω από τους αστυνομικούς και τα πυροβόλα, συνεννοημένα, αρχίζουν να πυροβολούν. Είπαν ότι οι απεργοί τούς έριξαν βόμβα και αυτοί απάντησαν. Ο Λούης Τίκας σήκωσε μια λευκή σημαία και ζήτησε να μιλήσει με τον αρχηγό τον αστυνομικών λοχαγό Karl Linderfeld για να σταματήσει το μακελειό. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι αστυνομικοί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς και σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών. Εργάτες εκτελούνται, γυναίκες και παιδιά θερίζονται, οι σκηνές καίγονται, οι καλύβες ανατινάζονται. Οι δημοσιογράφοι δεν μπήκαν ποτέ στο χώρο του μακελειού και τα πτώματα μεταφέρθηκαν σε άγνωστα μέρη. Ο Rockefeller ξανάνοιξε τα ορυχεία. Το Κογκρέσο έφτιαξε μια επιτροπή που δεν έβγαλε ποτέ πόρισμα. Κανένας δεν δικάστηκε ποτέ για τη σφαγή, αφού η εισαγγελία του Κολοράντο έκρινε ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση με όπλα και δυναμίτες και απάντησαν ευρισκόμενες σε νόμιμη άμυνα. Είναι πάντως απορίας άξιον πώς οι επιτιθέμενοι είχαν διακόσιους νεκρούς και οι αμυνόμενοι δεν είχαν ούτε έναν τραυματία…
Όλη η παραπάνω ιστορία αποτελεί τη λεγόμενη “σφαγή του Ludlow”. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας δεν συμβαίνουν ανάλογα γεγονότα στους χώρους εργασία. Η “σφαγή” των εργαζομένων, όμως, γίνεται έμμεσα από την πολιτική ηγεσία και την εργοδοσία. Οι μισθοί συνεχώς περικόπτονται, πολλοί εργαζόμενοι απολύονται, πολλοί δουλεύουν ανασφάλιστοι και υπό αντίξοες συνθήκες. Αυτές τις δύσκολες στιγμές για τη χώρα και τους πολίτες της, οι εργάτες πρέπει να συσπειρωθούν, να οργανωθούν και να διεκδικήσουν μαχητικά τον μόχθο τους και ένα καλύτερο (εργασιακό και μη) μέλλον για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Άλλωστε, ο μόνος αγώνας που πάει χαμένος είναι αυτός που δεν δίνεται…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου